καμπιώτης

καμπιώτης
καμπιώτης, ὁ (Μ)
μονομάχος, αυτός που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μονομαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (Ι) (βλ. λ. καμπίτης) + κατάλ. -ιώτης, πρβλ. στρατ-ιώτης, ταξιδ-ιώτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”